- κέρας
- (-ατός) τό1) см. κέρατο 1; 2) воен, фланг; 3) мед. рог;
§ κέρας της Αμάλθειας — рог изобилия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ κέρας της Αμάλθειας — рог изобилия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεράς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Aër. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κεράς — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
Κέρας Ἀμαλϑείας. — См. Рог изобилия … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κερίζω — [κέρας] (στην Κύπρο) 1. δένω τα βόδια από τα κέρατα κάτω από τον ζυγό 2. μτφ. συντροφεύω … Dictionary of Greek
κερά — κεράς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράδες — κεράς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσι — κέρας Aër. neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσι — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράεσσιν — κέρας Aër. neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)